Είναι ένα χρώμα που σε έχει διαποτίσει, που καταφέρνει όχι μόνο να σε μαγεύει, αλλά και να σε συμφιλιώνει, να μειώνει τις αποστάσεις μεγεθύνοντας την οικειότητα, να προκαλεί την αίσθηση της μόνιμης φιλοξενίας, απόσταγμα ενός μελαγχολικού έρωτα ακόμη και σε αυτή τη λεπτή ομίχλη στο βλέμμα του. Είναι το σμαραγδί μπλε του Ιονίου, αυτό που εξελίσσεται σε απόχρωση της ψυχής και κάνει τον κόσμο σου κατανοητό. Κι αν καμιά φορά σκοτεινιάσει, μη φοβάσαι, να ξέρεις δεν θα αργήσει να ξαναφανεί. Νερό και δάκρυ, βροχή και θάλασσα, όλα είναι εδώ με γλυκύτητα για να εμψυχώνεται ο ρομαντισμός, για να μας ανεβάζουν πάνω από τον πρωτόγονο άνθρωπο.
Ο χειμωνιάτικος ουρανός πάνω από τα γραφικά χωριά σε κάθε επόμενο λεπτό αλλάζει. Τα χρώματα χορεύουν πότε σε ροζ και πότε σε βιολετί σύννεφα μετουσιώνοντας το κατώτερο σε ανώτερο. Η πανσέληνος του Φλεβάρη θαρρείς χαμηλώνει πριν πέσει η νύχτα στον παλιό οικισμό της Κρήνης. Αφήνεις πίσω σου τα στενά σοκάκια, βιάζεσαι να βρεθείς στο μεσαιωνικό Αγγελόκαστρο. Όσο και αν σού κόβεται η ανάσα στα πολλά σκαλοπάτια, η πανοραμική θέα από ψηλά στον κόλπο της Παλαιοκαστρίτσας σε αποζημιώνει.
Το Αγγελόκαστρο χτισμένο σε στρατηγικής σημασίας τοποθεσία, ένα τεράστιο οικοδόμημα αμυντικού χαρακτήρα περιστοιχισμένο από λιθόστρωτες αυλές, πύργους και οχυρώσεις είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά κάστρα της Ελλάδας. Η περίοπτη θέση του υπογραμμίζει τον επιβλητικότερο και υποβλητικότερο χαρακτήρα σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Η προέλευση του ονόματός δεν είναι απολύτως σαφής. Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι το 1214 ο Μιχαήλ Α΄ ο Κομνηνός, γνωστός και σαν Μιχαήλ Άγγελος, δεσπότης της Ηπείρου, κατέλαβε την Κέρκυρα και μετά από το θάνατό του, ο γιός του Μιχαήλ Β’ ο Κομνηνός, οχύρωσε την περιοχή και έδωσε στο κάστρο το όνομα του πατέρα του.
Σύμβολο
ισχύος και αίγλης, περιστοιχισμένο από πυκνή βλάστηση, απροσπέλαστο και
απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, από το 1387 μέχρι το τέλος του 16ου
αιώνα, το Αγγελόκαστρο, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του νησιού και έδρα
του τοπικού κυβερνήτη. Οι οχυρώσεις πρέπει να οριστικοποιήθηκαν αυτή την
περίοδο, οπότε πήρε τη μορφή με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Το
Αγγελόκαστρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απώθηση των Τούρκων στις τρεις
πολιορκίες της Κέρκυρας από αυτούς, κυρίως το 1537 αλλά και μετά, το
1571 και το 1716.
Περιμένεις λες για ν’ ακούσεις τα βήματα των ακριτών στο πλακόστρωτο.
Ζωντανεύει η ηρωική μυθολογία. Ακρίτες, Σαρακηνοί, Βενετσιάνοι,
απελάτες, καπεταναίοι, κουρσάροι, περιπλανώμενοι μισθοφόροι στρατιώτες,
άρχοντες, ατρόμητοι πραματευτάδες, τραγουδιστάδες και ανάμεσά τους
γυναίκες όμορφες, μαχήτριες, αγαπημένες, ποθητές, ελεύθερες και
ευάλωτες, ένα μυθικό σύμπαν ξυπνάει εδώ.
Για το άλλοτε μεγαλειώδες κάστρο μάρτυρες όσα έχουν διασωθεί. Τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του μορφή τα ερείπια γεννούν πολλά συναισθήματα. Τροφοδοτούν τη φαντασία για να συμπληρώνονται θρύλοι και λαϊκές δεισιδαιμονίες. Εδώ κάθε αλαφροΐσκιωτος επιβεβαιώνει τις ψευδαισθήσεις του. Τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό θαρρείς διασαλεύονται. Αινιγματικά βλέμματα σε παρακολουθούν από παντού, δεν θέλεις πολύ να το πιστέψεις. Οι απόκοσμες μορφές στη φαντασία φτιάχνουν ακόμη ιστορίες με δράκους, νεράιδες, αερικά, στοιχειωμένες μορφές και φαντάσματα.
Κοιτάς τον γκρεμό. Σού κόβεται η ανάσα. Δεν πειράζει θα πάρεις μια δεύτερη. Εσένα κανείς δεν σε κυνηγά, κανείς εκτός από τον έρωτα. Στα χείλη ένα χαμόγελο. Και στα δικά του, διαβάζεις απέναντι, την ειλικρίνεια, την καθαρότητα, την αγάπη. Κι ύστερα βάζει το χρυσό περίγραμμα η περηφάνια και νομίζεις πως αυτό που μόλις εισέπραξες μπορεί και να είναι το πρώτο χαμόγελο επί γης. Ό,τι εμποδίζεται αγαπιέται πιότερο κι ό,τι διαρκεί τείνοντας να ξεφύγει τη Μοίρα, γράφει καινούργιες σελίδες στο σημειωματάριο της καρδιάς. Διαρκεί η νοσταλγία σου…
Ποιος είπε πως μόνο οι άντρες έδωσαν μάχες εδώ, τον κοιτάζεις λοξά να σταματήσει να κοκορεύεται. Εσύ την ακούς, την βλέπεις, μια γυναίκα στην κόψη του βράχου με το τόξο στο χέρι και τη φαρέτρα κρεμασμένη στον ώμο. Η Χαριξένη, έτσι είπε πως την φωνάζουν ακόμη. Πιο γοητευτική από τις όμορφες αρχοντοπούλες και χωριατοπούλες με το άσπρο δέρμα. Το βλέμμα στα μάτια της, ένας κόμπος σκούρο κεχριμπάρι σε βεβαιώνει για τη σταθερότητα στις συνήθειες και την ικανότητα στο ρίσκο.
Στολίζεις τη μορφή με ολόδροσους αροδαμούς από την ανθισμένη αμυγδαλιά. Καθώς μένεις ασάλευτη κι ακούς να κορυφώνεται η μάνητα της θάλασσας στην ακτή γυρεύεις αιτίες, φανερές και κρυφές, να ψηλαφίσεις το βαθύτερο καημό, το κρυμμένο αίνιγμα, το ανείπωτο παράπονο. Ακούς φωνές. Στους ξεφτισμένους αρμούς του καστρότοιχου, εκεί έχουν μείνει.
Λένε πως οι άνθρωποι έχουν μάτια αλλά δεν τα βλέπουν όλα κι έχουν αφτιά αλλά και πάλι δεν τ’ ακούνε όλα.
Λένε πως ανάμεσα στους πολλούς είναι κι εκείνοι που πιάνουν τον ήχο από
το φευγιό τής πεταλούδας και το παράπονο της μέλισσας όταν διψά.
Λένε ακόμη πως αν τους κοιτάξεις τα μεσάνυχτα, το βλέμμα τους γυάλινο,
φέγγει σαν άστρο στο σκοτάδι, ίσως επειδή στην ψυχή τους συντηρούν πάντα
μια φέτα αναμμένο φεγγάρι. Αυτοί οι αλαφροΐσκιωτοι, που ερμηνεύουν τον
ψίθυρο του χειμωνανθού και τα λόγια που ανταλλάσουν οι πέτρες του γιαλού
με τ’ άστρα, που βλέπουν τα φτερά του ανέμου και διαβάζουν τα
κελαρύσματα του νερού στη βροχή, αυτοί σ’ αρέσουν…
Λένε ακόμη, πως οι αλαφροΐσκιωτοι μπαίνουν από τις ρωγμές των βράχων για
να συναντήσουν στο βασίλεμα του ήλιου τη Χαριξένη κι όταν βγαίνουν
κρατούν τα παμπάλαια κλειδιά της χαράς και της ξεφάντωσης, γιατί η ζωή
αυτό πρέπει να είναι για όλους, χαρά και ξεφάντωση…
Οι οξειδώσεις του παλιού καιρού στην ψυχή δεν είναι πια κρυφή ανάγνωση.
Τώρα, η αλήθεια φωνάζει μέσα από όλες τις ρωγμές.
Τώρα, η αρχαία σκουριά συλλαβίζει την απάτη των σύγχρονων υλικών, που δεν αντέχουν στο χρόνο.
Τώρα, η ξαφνική βροχή, όσο η σιωπή χλευάζει την απρέπεια των «ξένων» θορύβων, σε γυρίζει πίσω στην αθωότητα.
Γήινη, ελεύθερη, πιο μοναχική από τις μοναχές, ανεξάρτητη, ασυμβίβαστη, η
Χαριξένη, συλλογιζόταν με περηφάνια, ήξερε ν’ αφήνει να φτερουγίζει η
σκέψη εκεί που ανάβει ο ουρανός γυρεύοντας την αλήθεια.
Καμιά φορά ένα λεπτό γλιστρά από την τάξη του χρόνου και όλα αλλάζουν. Μέρες σού λέει κρυβότανε, η Χαριξένη, στις ερημιές να μη την βρουν οι κουρσάροι, ώσπου ένα βράδυ ώρα που βασίλευε ο ήλιος και γύριζαν τα πουλιά στις φωλιές πρόσεξε κάτι παράξενο μπροστά της. Μια φλόγα, μήτε κερί, μήτε φανάρι κι ούτε έτρεμε στο φύσημα του αέρα. Ένας ανθός αμυγδαλιάς ήταν κι από μέσα του μια μικρή φλόγα έφεγγε. Μια πλησίαζε και καθόταν στα χέρια της, χωρίς όμως να την καίει και μια την έβλεπε ν’ απομακρύνεται χωρίς πάλι να χάνεται. Εκείνη τη φλόγα ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε μια αφύλαχτη πολεμίστρα στο κάστρο.
Εκεί ήταν το γραμμένο της, εκεί ένας πληγωμένος στρατιώτης, γερμένος στον κορμό μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς της ζήτησε νερό. Πριν προλάβει η βροχή έσκυψε και τον άφησε να ξεδιψάσει στα χείλη της. Τα μάτια του γεμάτα λαχτάρα μιλούσαν στην καρδιά της. Με τα μάτια αντάλλαξαν όρκους κι ύστερα γονατιστός την παρακάλεσε με μια κραυγή πόνου, να μη ριχτεί στη μάχη, μα δεν τον άκουσε…
Το τοπίο δεν απαιτεί από εσένα τίποτα, μόνο την αγάπη σου. Έχεις την πολυτέλεια, τη δυνατότητα μιας καινούργιας εμπειρίας πηγαίνοντας ως το τέλος κάθε συγκίνησης, κάθε στιγμής, κάθε σκέψης. Όνειρο μοιάζει!
Στο κάστρο, λένε πως τις νύχτες συμβαίνουν απίστευτα πράγματα. Τρίζουν οι αόρατες καστρόπορτες κι ακούγονται ομιλίες σε γλώσσες ακαταλαβίστικες. Καμιά φορά, το νιώθεις πως οι πέτρες μυρίζουν θειάφι, κεδρόξυλο, μαύρο πιπέρι και τριμμένο μανδραγόρα κι άλλοτε πάλι φτάνει ο καπνός της τελευταίας μάχης ως την άκρη της μύτης και σού καίει τα ρουθούνια.
Μα και το βουητό του ανέμου παράξενο καθώς σμίγει στο διάβα του με δέντρα, βράχια και στέγες, γίνεται απόκοσμο. Περνά μέσα από τις φυλλωσιές κι όταν φτάνει στη θάλασσα χάνεται με δύναμη κι αναδεύονται βίαια και ανταριασμένα τα νερά και χτυπιούνται με λύσσα στα βράχια.
Στο μελαγχολικό ψιχάλισμα βρίσκεις αγκαλιά ανοικτή. Τρέχεις να σε κρατήσει έχοντας μόνη βεβαιότητα την ψευδαίσθηση και τότε καλοσυνεύουν κι ησυχάζουν τα νερά λες και όλα συνηγορούν για να σε σπρώξουν με τον τρόπο τους εκεί, στον έρωτα.
Η Χαριξένη, ανεβοκατεβαίνοντας μια σκάλα χωρίς σκαλοπάτια πια, από τότε, κάθε νύχτα του Φλεβάρη τρέχει από αμυγδαλιά σε αμυγδαλιά κι από ακροπύργιο σε ακροπύργιο και μετρώντας απουσίες και απώλειες, ψάχνει πρώτα τον καλό της. Μετά, ο πλανημένος ίσκιος της ρίχνεται στη μάχη. Ασάνταλη και ξεμαλλοπλεγμένη, με τη λινομέταξη κόκκινη ζώνη στη μέση, χαμογελά βουβά παραμερίζοντας τα σκοτεινά φυλλώματα, ακολουθώντας εκείνο το φεγγερό ανθό. Κι ύστερα στο δείλι, όταν αφήνει το τόξο, υψώνει τα χέρια στον ουρανό και δέεται το άυλο πέρασμα του ανέμου και την ακόλαστη ψυχή στο φεγγάρι. Τότε παραμερίζει η σταχτιά συννεφιά, χαμηλώνουν τα ρόδα της δύσης στα μαλλιά της και νιώθει το άγγιγμά του…
«Ανάθεμά σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!» ακούς να την καταριέται το στοιχειωμένο πλήρωμα της γαλέρας πριν χαθεί υποχωρώντας στο θαλασσινό αφρό. Τρίζουν τα χαλίκια του βυθού. Λένε πως όλοι μαζί, τη λιόστερνη ώρα τη βάζουν στο σημάδι, μα και το μπαρούτι και τα βόλια κι οι φαρμακερές τζάγρες, γυρίζουν πίσω, καρφώνονται στο κουρσάρικο του Μπαρμπαρόσα, κι όταν χαράζει η αυγή μεμιάς όλα χάνονται στο πούσι.
Χορταίνει η όραση. Δοξαστική η αφή της
αγάπης στο σιγανοψιχάλισμα. Επιστήθια φιλενάδα η Χαριξένη επιστρέφει
στην ποίηση, να γράψει για τον έρωτα, να το θυμάσαι.
Το πρώτο άστρο, ένα καραβοφάναρο στο πέλαγος παραμονεύει δυο σύννεφα.
Ασπροντυμένοι, ένας άγγελος και μια αγγέλισσα μ’ ανοιχτά φτερά.
Λησμονημένοι έμειναν στο βάθος της θαλασσογραμμής.
Ανεμίζεις το μαντήλι σου. Ώρα να πηγαίνεις.
Στο παμπάλαιο χωριό των Μακράδων με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική θα περάσεις με καλή συντροφιά και κόκκινο κρασί τη νύχτα. Οι φίλοι σου, ισχυρίζονται πως οι πρώτοι κάτοικοι, ήταν οι πρωτομάστορες που έχτισαν το θρυλλικό καστρο.
Ξημερώματα, όλοι έτοιμοι για μια διαδρομή που εκπλήσσει ευχάριστα τα μάτια και γεμίζει εικόνες την ψυχή. Από τους Μακράδες, στην Κρήνη και μετά στο Βίστωνα κι από αυτό το μικρό γραφικό χωριό που πήρε το όνομα του από το αρχαίο όρος Ιστώνη, στην Αγία Άννα με προπτική να σε βρει το βράδυ στα χωριά του Όρους.
Τοπία απείραχτα. Στενά μονοπάτια και χωματόδρομοι κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την πεζοπορία και οι κάθετοι βράχοι μεγαλύτερη πρόκληση της αναρρίχησης για όσους τολμούν. Η επαφή με τη φύση μετατρέπει τον άγνωστο προορισμό σε ακριβό ταξίδι των αισθήσεων. Χαμηλώνεις το σώμα, λυγίζεις τα γόνατα, σκύβεις προσκυνάς την τρυφερή χλόη κι ύστερα υψώνεσαι, σηκώνεις το βλέμμα ορκίζεσαι στη θαλάσσια αύρα που σε κυκλώνει από παντού διεκδικώντας μιαν αγάπη πανσέληνη…
Δεν έχεις κουραστεί. Όχι, η ομορφιά δεν κουράζει. Έχεις αφήσει πίσω σου όλα αυτά που φοβάσαι. Τα σύννεφα ζωηρεύουν πέρα μακριά κατά τους Οθωνούς, το Μαθράκι και την Ερείκουσα. Κρατιέσαι από μια πέτρα για να μη γλιστρήσεις. Μετά κοιτάζεις μπροστά σου με τη βεβαιότητα πως προκειμένου να μην χάσεις το δικαίωμα στ’ όνειρο είσαι ικανή να στύψεις και την πέτρα…
Κληματιά σού δείχνουν μια κουκίδα στο χάρτη. Η διαδρομή ποιητικά υπέροχη. Δεν έχεις ακούσει άλλη φορά για το σπήλαιο «Ανθρωπόγραβα». Ευκαιρία λοιπόν, τώρα που κοιμούνται οι Δράκοι των παραμυθιών, τώρα που ξυπνά στο «εμείς» ο καιρός της αγάπης, μπορούμε ν’ αγγίξουμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες, να γυρίσουμε πίσω απ’ τον χρόνο, να τα δούμε όλα αλλιώς, να πλησιάσουμε τα ανέγγιχτα και να θυμηθούμε την ιερή μνήμη της πέτρας.
Η μαγική λέξη είναι, η ζωή! Τα χνάρια και τα σημάδια της παντού, τόσο παλιά, τόσο καινούργια ταυτόχρονα. Σκαρφαλώνεις κι άλλο στο μονοπάτι. Το θέαμα σε αποζημιώνει. Εδώ στο πέρασμα του χρόνου η αθέατη φύση, με ασύγκριτη δεξιοτεχνία και υπομονή σμίλεψε ένα ακόμη μοναδικό θαύμα πέρα από κάθε φαντασία. Μερικοί από τους ωραιότερους σταλαγμίτες και σταλακτίτες που βρίσκουμε στα ελληνικά σπήλαια, σε όλες τις αποχρώσεις του μπεζ και της ώχρας στολίζουν κάθε γωνιά γύρω σου. Οι έρευνες που έγιναν, έφεραν στο φως διάφορα ευρήματα, ανάμεσά τους κομμάτια αρχαϊκής κεραμικής, ένα βυζαντινό νόμισμα και δρεπάνια, αποδείξεις της χρήσης του σπηλαίου από την αρχαϊκή εποχή έως και το πρόσφατο παρελθόν. Τα σπήλαια είναι δώρα, έργα της φύσης που κινδυνεύουν μόνο από τις πρακτικές του ανθρώπου. Γι’ αυτό θα πρέπει να δείχνουμε σεβασμό και να τα προστατεύουμε.
Έχεις μπροστά σου αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, ίσως τέσσερις με πέντε ώρες διαδρομή. Ο ορίζοντας κλείνει από τις αιωνόβιες ελιές και την πυκνή βλάστηση. Η φύση ξεδιπλώνει το μεγαλείο της και αποκαλύπτεται. Οι ανεμώνες έχουν κάνει δειλά – δειλά την εμφάνισή τους, το ίδιο και οι νάρκισσοι στα χέρσα χωράφια. Στα ξέφωτα, τα αμπέλια κλαδεμένα αναπαύονται. Αργότερα θα πετάξουν τα πρώτα φύλλα, ο κακοτρύγης, η ξεροποδιά, η ρομπόλα, το μοσχάτο το πετροκόριθο, το τσουπί και θα γεμίσουν τρυφερούς αροδαμούς το αφιώνι, η φιδιά, το μαντζαβί, με τον ίδιο πάντα προορισμό, σταφύλι στα χείλη.
Η φύση της Κέρκυρας, ένας απέραντος καμβάς. Το νερό που τρέχει ακούγεται μαγεμένο. Θα το δεις να γίνεται μπλε και ζαφειρένιο, να φαντάζει όπως το πράσινο στις άκριες των κυπαρισσιών, να παίρνει ασημένιες ανταύγειες από τα φύλλα της ελιάς, μετά διάφανο σαν δάκρυ στα κοιλώματα του βράχου. Ύστερα σε ξαφνιάζει η πανάρχαια σκουριά στο ρίζωμα του γκρεμού και παρασύρεται αλλού η ματιά και η σκέψη σου.
«Αν θέλετε να ζωγραφίσετε, κλείστε τα μάτια και τραγουδήστε», θυμάσαι την παρότρυνση του Picasso. Στην Επίσκεψη, στο πρώτο από τα χωριά του Όρους, που φτάνεις, εκεί, θα κλείσεις τα βλέφαρα από κούραση και θα τ’ ανοίξεις αμέσως μετά από έκπληξη. Κάθε φωνή έχει τη θέση της στον κύκλο της ζωής, κάθε κύκλος το τοπίο του, κάθε τοπίο τη γλώσσα του. Ένα παραδοσιακό τραγούδι ερμηνεύεται αλλιώς, με τη φωνή του Νίκου Ανδρουλάκη:
«Από τ’ Aλφα θε ν αρχίσω φως μου για να σ αγαπήσω
Βήτα, βέβαια σου μνώγω πως εσύ μ’αρέσεις μόνο
Γάμα, γίνομαι γεφύρι να περνάς χρυσό ζαφείρι
Δέλτα, σου βεβαιώνω της καρδούλας μου τον πόνο
Έψιλό, μου κυπαρίσσι και καμαρωτή μου βρύση
Ζήτα, ζώνομαι τα φίδια για τα δυο σου μαύρα φρύδια
Ήτα, ήλιος εχάθη πέτε του πουλιού μου να’ρθει
Θήτα, θάλασσα θα γένω να σε παίρνω να διαβαίνω
Γιώτα, παίρνω σε και φεύγω και στη χώρα μπλιο δε μπαίνω
Κάπα, κλαίω και φωνάζω και για σένα αναστενάζω
Λάμδα, λάβρα έχει η καρδιά μου ω!για σένα πέρδικά μου
Μι-Μηλιά, μου με τα φύλλα και με τα γλυκά σου μήλα
Νι-νύφη, είσαι των γονιών μου και το φως των αμαθιών μου
Ξι-ξανθά, ‘ναι τα μαλλιά σου βάλε με στην αγκαλιά σου
Όμικρό, μου κυπαρίσσι πες μου ποιος θα σε φιλήσει
Πι-περόριζα, με λένε κι αν με χάσεις γύρευέ με
Ρό-δα, έχεις μες στα μάτια κάνεις τις καρδιές κομμάτια
Σίγμα, σειέσαι και λυγιέσαι τα πλεξούδια σου ξεπλέξε
Ταυ, των αματιών σου οι σπίθες σφάζουνε’με με σαϊτες
Ύψιλό, μου κυπαρίσσι πες μου ποιος θα σε φιλήσει
Φι-λί, μου δώσε ένα σκλάβος γίνομαι για σένα
Χι-χειλάκια, ζαχαρένια δόντια μαργαριταρένια
Ψι-ψυχή, μου και ζωή μου είσαι η απαντοχή μου
Ω! , μεγάλη νεραντζούλα και χρυσή αγγελοπούλα».
Το πάθος χρησμοδοτεί το αναγκαίο με δάκρυα κάποιες φορές. Η πνοή της ψυχής στεγνή από την κούραση κι όμως μια πλανόδια χαρά σε κυκλώνει. Απόκοτοι και οι παλμοί της καρδιάς, μα δεν θα σε προδώσουν. Στο φεύγα της μέρας, ίσα που πρόλαβες να κορφολογήσεις τους νάρκισσους μέσα από το σάστισμα και τον πόθο…
Και ξαφνικά μια σουσουράδα στην απάνω ρούγα –εκείνη η ρομαντική που προτιμά να κρατά τη δική της επικράτεια και μέσα στην αιώνια περιπλάνηση ενσαρκώνει την αγάπη και τη θύμηση– αποσπά την προσοχή σου.
Μια σουσουράδα ήταν πάντα οιωνός συνάντησης.
Ο δρόμος σέρνεται ερημικός. Αντέχεις, λίγα χιλιόμετρα έμειναν μέχρι το Λαύκι. Καιρός παλιός φύσηξε άλλη μια φορά. Βλέπει η καρδιά πιο μακριά. Aφουγκράζεται τον άνεμο, “ν’ ανοίγεις τις κλειστές πόρτες…”
Σταματάς, τις κοιτάζεις ερευνητικά, θαρρείς εσένα περιμένουν, άλλοτε κυκλωμένες με τ’ αγριόχορτα να ξεφυτρώνουν από τους αρμούς και τις πελεκημένες πέτρες, άλλοτε μισάνοιχτες με τα σιδερένια μάνταλα παραδομένα στη σκουριά κι άλλοτε ετοιμόρροπες κατακτημένες από κισσούς με στήριγμα τις αναμνήσεις, μαρτυρία πως κάποτε στο μέρος αυτό υπήρξαν άνθρωποι. Αμίλητες απουσίες, ευγενικές φωνές. Απ’ αυτές τις κλειστές πόρτες κι από τον κόπο της ζωής που πέρασε, πονετικά τα μάτια θα κρατήσουν άλλη μια φορά τη συγκίνηση.
Στην επαναμυθολόγηση του τόπου που σε κάλεσε και σε αγάπησε ανακαλύπτεις πολλές καινούργιες λεπτομέρειες. Η Κέρκυρα, σου προσφέρεται. Οργανώνεις το βλέμμα σχολαστικά, σε κάθε αυλή, σε κάθε σπίτι, στα κεραμίδια, στο παλιό καλντερίμι, στην ανθισμένη αμυγδαλιά, στα μάτια που δεν έχουν αφήσει ούτε για μια στιγμή τα δικά σου…
Το μυστικό και το παράδοξο ζωντανεύει στα χαλάσματα. Κάποιοι ίσκιοι χορεύουν ακόμη στις αυλές. Με μια αίσθηση νίκης απέναντι στο φόβο υψώνουν την κούπα της χαράς και με κάρβουνα αναμμένα στα μάτια κοιτάζουν το χτες και το αύριο του κόσμου. Έρχονται κάποτε σαν τα πουλιά ή σαν τα κύματα καβάλα στον καιρό κι ανοίγουν πάλι δρόμο…
Ονόματα, συλλαβές στην ψυχή…
Το ακατάληπτο κατεβαίνει μέσα από την ομίχλη
του Όρους, ζητώντας να ερμηνευτεί. Αγαπάς αυτή τη συναισθηματική
εγρήγορση, αγαπάς και αφήνεσαι. Ζητάς τ’ αδύνατα, πριν γίνουν ωχρό
μπακίρι τα δάχτυλα θέλεις να ξοδέψεις τη ζωή όπως εσύ την ονειρεύεσαι,
στην Κέρκυρα. Η παρουσία των χρωμάτων ακόμη και στο γυμνό τοπίο, σού
υπυνθυμίζουν την ίδια τη ζωή.
Στην απογευματινή ανάβαση στο Όρος, στο ατμοσφαιρικό και ρεμβώδες μυθικό
τοπίο, διαισθάνεσαι τη συνάντηση με την τέχνη που λαλίστατη στα
χρώματα, αφουγκράζεται, νιώθει, αισθάνεται, ονειρεύεται, δημιουργεί με
έμπνευση και πηγαίο ταλέντο. Τούτη την ώρα στην κορυφή του Όρους, στη
γαλήνια απεραντοσύνη του ορίζοντα, αναζητά αποχρώσεις στο πλάγιο φως και
τις μεγάλες σκιές, γνωρίζοντας πως το λιόγερμα κρατάει πάντα
περισσότερο από την ανατολή.
Ο ουρανός γκρι και σιέλ ξεδιπλώνει ένα – ένα
τα μυστικά της συμπαντικής συνείδησης, αρμονίας και γνώσης, μέχρι
εκείνη την αριστουργηματική στιγμή που ο δίσκος του ήλιου βυθίζεται προς
τα Διαπόντια νησιά χαρίζοντας το χρυσό άγγιγμα του Μίδα σε λοφοσειρές
και ακρογιάλια.
Από το φλογερό πορτοκαλί της δικαιοσύνης, μέχρι το υποβλητικό μωβ της
συμφιλίωσης, όλα με την ίδια έμφαση στην πρόκληση της πιο ισχυρής
εικόνας, για να μετρηθεί ξανά και ξανά γοητεία και πραγματικότητα.
Θαυμάζεις, απολαμβάνεις, νοσταλγείς, θαρρείς σου λείπουν οι λέξεις, δεν σού φτάνουν να περιγράψεις όσα εισπράττεις, χρώμα, φως και την ομορφιά που σε περιβάλλει. Όταν η λογοτεχνία συναντά τη ζωγραφική, όταν η εικόνα γίνεται λόγος και ο λόγος εικόνα, τα κοινά οπτικά ερεθίσματα παρουσιάζονται πιο ελκυστικά. Δύο γλώσσες εκφραστικές ζητούν να γίνουν μία.
«Η φύση και η τέχνη διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας», «Και της αγάπης…»
Καθώς βραδιάζει, η σιγαλιά στην Παλιά Περίθεια δεν αποτελεί μόνο ποιητική εντύπωση αλλά και ζωγραφική πρόκληση, θαρρείς και το ακρόαμα του μυστηρίου της Κέρκυρας βρίσκεται εδώ. Το χωριό είναι γνωστό από το 300 π. Χ., όταν ένα καταστροφικό τσουνάμι χτύπησε τα παράλια του νησιού. Όσοι επέζησαν, οδηγήθηκαν εδώ, στις παρυφές της αρχαίας Ιστώνης αναζητώντας ένα ασφαλέστερο μέρος μακριά από τη θάλασσα.
Κατά το 14ο αιώνα οι αδιάκοπες πειρατικές επιδρομές, ανάγκασαν τους ανθρώπους για λόγους ασφάλειας να μετακινηθούν στο ίδιο αυτό μέρος και μεταγενέστερα όμως, όταν εξέλειψε ο φόβος των πειρατών οι κάτοικοι των ακτών που είχαν να αντιμετωπίσουν την ελονοσία από τα κουνούπια της λιμνοθάλασσας Αντινιώτη, εδώ κατέφυγαν. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1940 που άρχισε να αντιμετωπίζεται η ελονοσία, για να αποφύγουν τα θανατηφόρα τσιμπήματα, από την άνοιξη ερχόταν στην Παλιά Περίθεια, για να προστατευτούν. Μέχρι τα μισά του εικοστού αιώνα που άκμασε, χίλιες πεντακόσιες ψυχές αποτελούσαν την ψυχή μιας εύρωστης μικρής κοινωνίας. Όταν ξεχάστηκε ο φόβος της ελονοσίας, οι Περιθειώτες περνούσαν πια μόνο λίγους μήνες του καλοκαιριού, στο χωριό, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Το 1950 σταμάτησε να λειτουργεί και το σχολείο και στην επόμενη δεκαετία του 1960 όταν άρχισαν να αναπτύσσονται τουριστικά οι γειτονικές περιοχές αυτό το υπέροχο μέρος, αυτό το μοναδικό αρχιτεκτονικό κόσμημα με τα ερειπωμένα αρχοντικά, εγκαταλείφθηκε.
Η παλιά αίγλη, στις πληγές που άφησε ο καιρός στα θυρώματα, στις στέγες με τα χειροποίητα κεραμίδια, στους πέτρινους τοίχους, στα καμπαναριά των επιβλητικών εκκλησιών. Εμφανές το περασμένο μεγαλείο, σε καλεί από όπου κι αν σταθείς, παρά τη διαβρωτική μανία του χρόνου και την εγκατάλειψη.
Στην Παλιά Περίθεια μαθαίνεις να προσλαμβάνεις τον κόσμο από την αρχή με ενσυναίσθηση, να βιώνεις το παρόν σαν παιδί που βρίσκει τα βήματά του μπαίνοντας στο χορό, ή στο παιχνίδι με μόνο σκοπό τη χαρά της ζωής, της ξεγνοιασιάς, την αξία να κάνεις φίλους, χωρίς την απειλή του θανάτου και τους περιορισμούς της ελεύθερης σκέψης.
Με τη δύναμη του ονείρου, ο κύκλος της ομορφιάς συνεχίζεται στο ρυθμό της απείραχτης φύσης. Ένα μόνο ματσάκι πανσέδες, μια ανθισμένη πριμαντόνα, μια ίριδα, ένα κλαδί ανθισμένης αμυγδαλιάς στο φεγγαρόφωτο και αλλάζει ο κόσμος εντός.
Παραδέχεσαι πως το Όρος, είναι ένα ξέφωτο ασφάλειας που υπόσχεται να επανανοηματοδοτήσει την αγάπη, την πανσέληνη αγάπη που δεν κινδυνεύει από την αίσθηση του εφήμερου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου